Love stories: H ‘Αγνωστη
Είναι σκληρό όταν το συνειδητοποιείς, αλλά οι άνθρωποι, όπως και τα νομίσματα, έχουν δύο όψεις. Η αθέατη, η άλλη τους πλευρά συνήθως, κρύβει την έκπληξη.
Toυ Γεώργιου Γερόπουλου
“L’épure Et L’impure,” από τον François Rotger για τη Γαλλική Vogue, Νοέμβριος 1996.
Ξαφνικά η συζήτηση άρχισε να παίρνει άσχημη τροπή. Οι τόνοι ανέβηκαν, σε λίγο ακούγονταν μόνο φωνές και πολύ σύντομα το περιεχόμενο των διαλόγων είχε ένα υβριστικό στύλ παρόμοιο με αυτών των τηλεοπτικών παραθύρων. Είχαμε γίνει μαλλιά κουβάρια. Ολοι. Οι φίλοι μεταξύ μας και ο καθένας χωριστά με την κοπέλα του. Η νεοφερμένη της ομήγυρης κάποια στιγμή σηκώθηκε όρθια, έβαλε τα κλάματα και ορυόμενη μας είπε: «είστε όλοι σας φαλλοκρατικά γουρούνια, και σείς –πρός τις κοπέλες – πειθήνια οργανά τους», πήρε την τσάντα της πετώντας μέσα τσιγάρα και κινητό και χτύπησε την εξώπορτά μου φεύγοντας τόσο δυνατά, που άκουσα τους σοβάδες να κυλούν μέσα στο ξύλινο κούφωμα. Περιμένοντας μάλιστα το ασανσέρ να φτάσει στον πέμπτο όροφο έριξε και μια κλωτσιά στην πόρτα. Απ έξω. Ούτε η προσπάθεια που κατέβαλα για να αλλάξω θέμα συζήτησης, ούτε τα αμήχανα γέλια μας, στάθηκαν ικανά ώστε να μην διαλυθεί η παρέα το συγκεκριμμένο βράδυ. Ενα ένα τα ζευγάρια ακολούθησαν την πορεία της ξενόφερτης μέχρι που έμεινα μόνος να πλένω τα ποτήρια στην κουζίνα.
Ολα είχαν ξεκινήσει φυσιολογικά, όπως κάθε καταιγίδα. Είχαμε μαζευτεί σαν τα σύννεφα δυό δυό στο σπίτι μου. Πρώτοι ήρθαν ο φίλος μου ο Κώστας με την Ρούλη για να τους φτειάξω πίτσα και γιατί δεν είχαν μάλλον κάτι καλύτερο να κάνουν. Στους οποίους τηλεφώνησαν ο Πέτρος με τη Ζωή και σε μισή ώρα ήταν και αυτοί σπίτι μου μαζί με την Ράνια, που τους προέκυψε τυχαίως να συναντηθούν μαζί της στην είσοδο της πολυκατοικίας. Η Ράνια η ξενόφερτη ήταν παλιά φίλη της Ζωής από το σχολείο και η οποία επίσης δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει. Πάνω στην ώρα φάνηκε και η Γεωργία με τον Λουκά.
Αφού καταναλώσαμε τις πίτσες, όλη την ξηρά τροφή που είχα σε φυστίκια, κράκερς κλπ, μόλις άρχισαν να τελειώνουν οι μπύρες και το γυρίσαμε στο κρασί, έστριψε και η κουβέντα από τα γενικά στην αμπελοφιλοσοφία. Αγνωστο πώς, αρχίσαμε να μιλάμε για θρησκείες, διονύσιες γιορτές, βεδουίνους, εσκιμώους, ινδιάνους, χαρέμια, οίκους ανοχής, και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να συνδεθεί με την γυναικεία καταπίεση, τις σαδιστικές τάσεις των αντρών, τις εβραίες εταίρες στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, την προθυμία των Ρωσίδων ιερόδουλων στην υποταγή, μέχρι την τεχνική του μαρκήσιου Ντε Σάντ με την οποία έπειθε κάποιες να ικετεύουν μόνες τους για να τις βασανίσει και να τις ταπεινώσει. Σε αυτό το σημείο εξερράγην η άγνωστη Ράνια.
Κάτι τέτοιες συζητήσεις είναι που φέρνουν τους ανθρώπους στις παρέες πιο κοντά. Και όσο πλησιάζουν σκύβοντας προς το τραπέζι του σαλονιού να πιάσουν το ποτήρι με το ποτό τους τόσο ο καθένας προσπαθεί να πεί κάτι πιο ακραίο απ τον άλλο και τόσο όλοι δείχνουν τα δόντια τους σιγά σιγά. Τέτοιες μαζώξεις γίνονταν συχνά μεταξύ της παρέας, με πιο αξιομνημόνευτες αυτές των ομαδικών τσακωμών. Την επόμενη μέρα όμως αισθανόμασταν όλοι λυτρωμένοι και αγαπημένοι λές και είχαμε παρακολουθήσει αρχαία τραγωδία.
Σκούπιζα το τελευταίο ποτήρι όταν χτύπησε το κουδούνι στις δυόμιση τα ξημερώματα. Αδιάφορα άνοιξα την πόρτα σίγουρος ότι κάποιος ξέχασε τα κλειδιά ή το πορτοφόλι του και γύρισε να τα πάρει. Ηταν η ξενόφερτη. Μόλις το συνειδητοποίησα ότι ήταν αυτή μου ήρθε στο στόμα μια στυφή γεύση, ίσως λόγω της βίαιης αναχώρησής της. Ημουν λίγο ενοχλημένος, όχι με την ίδια, αλλά με μας τους υπόλοιπους που την κάναμε να αισθανθεί τόσο άβολα με τις χοντράδες μας. Που δεν λάβαμε υπόψιν ότι δεν μας γνώριζε και αφήσαμε αχαλίνωτες τις κουβέντες μας μπροστά της. Ετσι ακριβώς ένοιωθα. Στυφά και αμήχανα.
Η Ράνια η ξενόφερτη ήταν μια ψηλή, εντυπωσιακή κοπέλα. Με την πρώτη ματιά. Με την δεύτερη ήταν λίγο αδρή. Είχε κάτι το αγορίστικο. Ψέματα, μάλλον κάτι το δυναμικό. Ηταν αδύνατη αλλά μυώδης, με καστανά, ίσια σαν πράσα μαλλιά, και έντονα χαρακτηριστικά. Μεγάλα μαύρα μάτια ελαφρώς σκιστά, έντονα μήλα, αρχαιοελληνική μύτη και μεγάλο στόμα με μικρά χείλη. Μακριά λεπτά δάχτυλα στα χέρια και πολύ λεπτές γάμπες. Μεγάλο στήθος, καθόλου μέση και λίγο ανοικτές πλάτες. Μου έριχνε ένα κεφάλι στο ύψος και το ντύσιμό της ήταν αδιάφορο. Περίπου σαν το δικό μου. Φορούσε τζίν και Lacoste μπλουζάκι. Μαύρα. Το δέρμα της ήταν ολόλευκο.
Η στυφή μου γεύση μεταλλάχτηκε σε σκέψεις. Μύριζε μπελάς. «Ξέχασες κάτι;» την ρώτησα ανοίγοντας πρόθυμα την πόρτα ως ένδειξη από μέρους μου ότι μπορεί αν θέλει να περάσει μέσα. «Μπορώ να περάσω;» μου είπε κοιτάζοντας χαμηλά. Της έδωσα, με το χέρι μου σε υπόκλιση, την άδεια. Τότε πρόσεξα ότι δεν φορούσε παπούτσια. Ηταν δυνατόν να τα είχε ξεχάσει όταν έφυγε; Παραλίγο να με πιάσουν τα γέλια. Κρατήθηκα. Εξάλλου, με περνούσε κι ένα κεφάλι. Προχώρησε προς το σαλόνι και μετά γύρισε προς το μέρος μου, σήκωσε τα μάτια της, με κοίταξε πολύ θλιμμένα και μου είπε: «δεν θα κλείσεις την πόρτα;». Είχε βάψει τα μάτια της goth, δυό μαύρους κύκλους, καθώς και τα χείλη της με μαύρο κραγιόν.
Αν και έκλεισα πολύ αργά πίσω μου την πόρτα ένας σοβάς πάλι κατρακύλησε μέσα στην ξύλινη κάσα. Ανατρίχιασα, αλλά προχώρησα με δήθεν βέβαιο θάρρος προς εκείνη. «Θέλω να σου ζητήσω συγνώμην για πρίν, εεε, θέλεις μήπως κάτι να πιείς, είσαι καλά;» ψέλισα. «Καλά είμαι, δεν θέλω να πιώ κάτι» είπε ψιθυριστά, χαμηλώνοντας και πάλι φοβισμένα το βλέμμα της. Ετρεμε. Δυό δάκρυα μεγάλα σαν κορόμηλα κύλησαν απ τα μάγουλά της στο πάτωμα. Αμηχανία και ενός λεπτού σιγή. Τότε ξαφνικά με μια απότομη κίνηση γονάτισε στη μέση του σαλονιού δυό μέτρα μακριά μου και δίπλωσε τα χέρια της πίσω απ την πλάτη. Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι αλλά δεν τα κατάφερα. Αλλο ένα λεπτό σιωπής. Μετά ψέλισα κάτι του τύπου: «ξέρεις δεν είχαμε σκοπό να σε κάνουμε να νοιώσεις άσχημα». Σιωπή. Το σαλόνι ήταν ακόμη ανάστατο, τα φώτα όλα αναμένα, το cd μουρμούριζε niko, μονότονα, στο ίδιο μοτίβο, σαν να είχε κολλήσει, μια κοπέλα που δεν γνώριζα ήταν γονατισμένη ξυπόλητη στο ψάθινο χαλί μου κι εμένα είχε στεγνώσει το στόμα μου όπως του Τομ Χανκς στην ταινία «ο ναυαγός».
Εγειρε απότομα μπροστά μέχρι που ακούμπησε το μάγουλο της βίαια, κάνοντας θόρυβο, όπως ακούμπησε η λευκή της επιδερμίδα στην άγρια ψάθα. «Θέλω να με ταπεινώσεις» μου ψιθύρισε.
Δείτε ακόμα:
(photo via Dior)
H Amal Alamuddin, η γυναίκα που κέρδισε την καρδιά…
Η Γαλλική βιομηχανία της μόδας υποστηρίζει με ανάρ…